Καρτεράς το. Ονειρεύκεσαι το. Σκέφτεσαι το τζιαι σφύγγεται η ψυσιή σου. Εν στιγμές αδύναμες που απελπίζεσαι τζιαι νομίζεις ότι εν θα ρτει ποττέ. Μετά κάτι καλό γίνεται τζιαι ξαναονειρεύκεσαι το. Τζι’άμαν το δεις που έρκεται εν τζιαι πιστεύκεις το στην αρκήν. Λαλείς εν γίνεται, εννεν για μένα, εννα έρτει ως δαμέ τζιαι εννα με προσπεράσει. Τζιαι έτο που έρκεται τζιαι κάθεται δίπλα σου. Τσιλλά τζιαι την καρέκλα χαμέ να κάμει τρύπες να στερεωθεί να μεν φεύκει. Τζιαι αρκέφκεις τζιαι γελάς νακκουρίν, λαλείς εκατάφερα τα, ήρτεν.


Τζιαι μιαν ημέραν φύσα αέρας πολλύς τζιαι παίρνει τον κόσμον. Δικλάς τζιαι θωρείς τζι’η καρεκλούα εν στον τόπον της, εν καταλάβει που αέρα. Τζιείνον όμως λείπει. Τζι’άμα σταματήσει ο αέρας, έρκεται πάλε. Εφοήθηκεν λαλεί σου, είδεν τον τζιαι ενόμισεν ότι ήταν να τον πάρει. Μα η καρέκλα εν δαμέ, λαλείς του, θώρε, εν τζιαι έφυε. Τζιαι κάθεται πάλε.

Τον επόμενο σιειμμώνα ο πελλοαέρας ξανάρκεται. Σπάζει τες τζιαμαρίες τζιαι κόφκει δεντρά. Τζι’η καρέκλα πάλε φκερώνει. Στρέφεται όμως πάλε. Εν εξαναείδα έτσι πράμα, λαλεί σου, ενόμιζα ήταν να με πάρει τζιαι να με σηκώσει, εν εφοήθηκες; Εφοήθηκα, λαλείς του, αλλά εν τζιαι έφυα τζιαι θώρε, η καρέκλα σου ούτε που ένωσε. Τζιαι ξανακάθεται.

Τον επόμενο χρόνον ο σιειμώνας εν πιο γλυτζιής. Αμμά τζείνον κάθεται στην καρέκλα τζιαι μεταχολιέται συνέχεια. Τη μιαν ζαλίζεται λαλεί, την άλλην ακούει τον αέραν που έρκεται. Εν τζιαι εννα φύω, λαλεί σου, αμμά φοούμαι, αν με πάρει; Εν τζιαι ξέρεις σίουρα αν το πιστεύκεις όμως. Τζιαι τζιείντην ώραν αναρωθκιέσαι αν δεννεν τζιείνο που εκαρτέρας τελικά ή αν σε δοκιμάζει για ναν σίουρον ότι εν θα την σύρεις την καρέκλα να πάει.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου