Τι σημαίνει όταν:
Εν έσιεις δουλειά τζιαι κανένας εν συγκινείται με τα σιβί σου, χαλά το αυτοκίνητο τζιαι αναγκάζεσαι να σε θκιανέφκουν άλλοι, τα συστήματα στις δημόσιες υπηρεσίες που επισκέπτεσαι ξαφνικά σταματούν να λειτουργούν, εν βρίσκεις πάμιαν να γοράσεις ενώ τάχα εν τζιαιρός που έσιει φρέσκαν τζιαι όπου πάεις συνάουνται μούγιες τζιαι κουνούπια γυρώ σου; Ακκάνουν με τζιόλας

People tend to avoid touching your wounds either out of disgust or out of fear. Both disgust and fear appear as defensive strategies, however, they seem to me entirely different. Spare me your revulsion. But I'd take your fear.

Θέλω δουλειά. Τζιαι σπίτι.

Αναστατώνουμαι τζιαι μόνο στη σκέψη ότι θα ακούσω τουλάχιστον 3.462 φορές 'I told you so', τζιοίνο με το σήκωμα του φρυθκιού, slight γύρμα της τζιεφαλής τζιαι ύφος 'τι να σου κάμω μάνα μου τωρά'.

Θέλω ασσέν τζιαι να πιερώσω κάποιον τζιαι να ρτει να μου βάλει τα πράματα μου σε βαλίτσες, να μου τα κατεβάσει που τες σκάλες τζιαι να τα πάρει αεροδρόμιο. Κυρίως όμως να μου τα πακκετάρει. Εν αντέχω να το κάμω μόνη μου. Εν αντέχω καν να κλείσω την πόρτα πίσω μου.

Πνίουμαι. Πνίουμαι, ασφυκτιώ. Νώθω ότι κάποιος βαστά με που το λαιμό τζιαι σουζουλά με τζιαι η γλώσσα μου εν πόξω τζι'ο αέρας τελειώνει. Θέλω να φωνάξω ώσπου να φκει η φωνή μου. Είμαι δυστυχισμένη. Είμαι τζιαι θωρώ το ξεκάθαρα τωρά αλλά φοούμαι να το φωνάξω. Φοούμαι. Μπορεί τζιαι να αντρέπουμαι τζιόλας. Εν μπορώ να φάω, εν μπορώ να τζιοιμηθώ κανονικά. Καταλάβω τη φάτσα μου ότι εν μονίμως θλιμμένη αλλά νιώθω του μύεις του προσώπου μου πολλά βαρετούς. Θωρώ εφιάλτες. Σήμερα εξύπνησα που τες έξι. Τις προηγούμενες ώρες εξύπνουν ανά μισάωρο. Εννα σπάσω. Εν έχω στόχο, εν έχω κάπου να εστιάσω πιον.

Πόξω στη λαϊκή απλώσασιν παπούτσια, δίπλα έσιει κάτι μήλα κότσιηνα τζιαι παραδίπλα ζακεττούες γιαγιαδίστικες. Απέναντι έσιει τυρκά. Φαίνουνται ξημαρισμένα. Τζιοίνος που τα κόφκει φορεί κάτι μπλε γάντια που μου θυμίζουν βόθρατζιη. Τουαλέττα στις λαϊκές πού πάσιν;
Θέλω να πάω έναν ταξίδι τζιαι να κλείσω το κινητό.
Βάλλω με εμέναν τζιαι το κλειστό κινητό. Όποιος βάλλει εισητήρια φέφκουμεν.

My last hope would be for to you to come along and squeeze me in your arms.

Give me the look. Yeah, that look.

I still got it babe. And I still miss it.

It’s been two hours almost.

It’s been days since you had the look.

It’s been weeks since I’ve been sleeping in your bed.

I need an antidote. If not, then a poison to kill it all.

A word.

Πόψε αποφάσισα να μείνω σπίτι. Όπως τζιαι ψες. Τζιαι προψές. Κάτσε να θυμηθώ πότε εφκήκα. Όι έννεν επειδή εν θέλω. Ούτε επειδή βαρκούμαι. Εν βαρκούμαι. Θέλω παρέα. Ευχάριστη, θετική, ενθουσιώδη τζιαι χαμογελαστή παρέα.

* aka Scattered
I started smoking again. My doctor says I shouldn’t be smoking if I’m taking the pill but I keep saying he’s overreacting. A baby is the last thing I need right now. No, it’s not the last; it’s not even in the don’t-want list. It’s beyond the list, it’s not a possibility, it’s not a thought.

Ok people I need to keep myself busy. I’m not sure how exactly but I need to find something that makes me creative or keeps me busy and focused and not bored.


Σήμερα γιορτάζει ο Ανεμπόδιστος. What the fuck ας πούμε